περιζώννυμι

περιζώννυμι
+/περιζύω
[*]+ V 1-15-11-11-5=43 Ex 12,11; Jgs 3,16; JgsA 18,11.16
A: to gird sb with sth [τινά τι] Sir 45,7; id. [τινά τι] (metaph.) Ps 17(18),33
M: to gird oneself, to put on a garment [abs.] Jl 1,13; to gird oneself, to arm oneself [abs.] 1 Mc 3,58; to gird oneself with [τι] JgsA 18,11; id. [ἔν τινι] 1 Chr 15,27; id. [τι] (metaph.) Ps 64(65),13; to gird oneself
about (the loins) with sth [τί τι] 2 Kgs 1,8; to gird (the loins) [τι] Jer 1,17; to gird (the loins) with [τί τινι] DnLXX 10,5
P: to be (well) girded (of loins) Ex 12,11
Cf. HELBING 1928, 47-48; →LSJ Suppl; LSJ RSuppl

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιζώνω — περιζώννυμι και περιζωννύω, ΝΜΑ 1. περιβάλλω με ζώνη, ζώνω ολόγυρα 2. κυκλώνω, περικυκλώνω («ο στρατός περιέζωσε την τοποθεσία») μσν. αρχ. 1. μέσ. περιζώννυμαι ζώνομαι ή ντύνομαι με κάτι («ἐσθῆτα περιεζώσατο» Πλούτ.) 2. φρ. «περιζώννυμαι δύναμιν» …   Dictionary of Greek

  • ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… …   Dictionary of Greek

  • περίζωμα — το, ΝΜΑ, και περίζωσμα Α [περιζώννυμι] κομμάτι από ύφασμα ή δέρμα που δένεται πίσω στη μέση και καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος από τη μέση ώς τα γόνατα, η ποδιά, η μπροστέλα νεοελλ. 1. ξύλινη ζώνη κατά μήκος τού πλοίου, δίπλα στην ίσαλο… …   Dictionary of Greek

  • περίζωση — η / περίζωσις, ώσεως, ΝΜΑ [περιζώννυμι] το να περιζώνει κάποιος κάτι ή να περιζώνεται με κάτι …   Dictionary of Greek

  • περιζώστρα — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ζώνη γύρω από κάτι 2. νεοελλ. σχοινί γύρω από τη βάρκα για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην προβλήτα ή με άλλα πλοία μσν. αρχ. ζώνη γύρω από κάτι αρχ. ταινία από ύφασμα δεμένη γύρω από στεφάνι …   Dictionary of Greek

  • ԱԾԱՆԻՄ — (ածայ.) NBH 1 0020 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c հ. περιζώννυμι cingor Ընդ մէջ ածել. սփածանիլ. մէջքը կապել. ... *Զգեցաւ տէր զօրութիւն, ընդ մէջ իւր ածաւ. Սղ. ՟Ղ՟Բ. 1: Շար.: *Ընդ մէջ իւր ածաւ ... ած ընդ մէջ իւր,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԳՕՏԵՒՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0588 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 9c, 10c ն. ԳՕՏԵՒՈՐԵՄ ԳՕՏԵՒՈՐԻՄ περιζώννυμι praecingor Գօտի ածել ընդ մէջ. գօտի կապել. ... *Պնդակազմ զմէջսն գօտեւորեն. Նանայ.: *Բէլ գօտեւորեալ զմէջսն. Խոր. ՟Ա. 10: *Գօտեւորեալ առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԳՕՏԻ — (տւոյ, տեաց կամ տւոց.) NBH 1 0589 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c, 13c, 14c, 15c ζώνη zona, cingulum Կապ միջաց ʼի վերայ պարեգօտի. կամար. զունար. ... *Գօտի կտաւի, մաշկեղէն: Չուան գօտի: Ոչ լուծցեն զգօտիս ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԶԳԵՆՈՒՄ — (զգեցայ, ցի՛ր, ցեալ.) NBH 1 0727 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ն.հ. ԶԳԵՆՈՒՄ ἑνδύομαι, ἑνδιδύσκομαι , φορέω, φέρω, ἁμφιέννυμι, περιζώννυμι induor, vestior, fero, porto, gero, accingor,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՆԴԵՐՁԻՄ — (եցայ, եալ.) NBH 2 0041 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ձ. ἁποσκευάζομαι vasa colligo παρασκευάζομαι paratus sum περιζώννυμι praecingor եւն. Կ ազմ եւ պատրաստ լինել. վառիլ կազմիլ. գօտեւորիլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊՆԴԵՄ — (եցի.) NBH 2 0657 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 14c ն. κρατέω, κατακρατέω firmiter teneo, obtineo, corroboro, fortifico, munio. Գրի եւ որպէս ռմկ. ՊՆՏԵԼ. Պինդ առնել, հաստատել. ամրացուցանել. պնտացնել, ամրցընել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”